- μεταγλώττιση
- [-ις (-εως)] η перевод (чаще с кафаревусы на димотику)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεταγλώττιση — η η μεταφορά κειμένου από μια γλώσσα σε άλλη ή από μια μορφή γλώσσας σε άλλη τής ίδιας γλώσσας, μετάφραση («η μεταγλώττιση τής γαλλικής ταινίας ήταν κακή»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταγλωττίζω. Η λ., στον λόγιο τ. μεταγλώττισις, μαρτυρείται από το 1796… … Dictionary of Greek
μεταγλώττιση — η η μεταφορά κειμένου από μια γλώσσα σε άλλη, η μετάφραση: Η μεταγλώττιση των κειμένων του Σαίκσπηρ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ερμηνεία — η (AM ἑρμηνεία) [ερμηνεύς] 1. εξήγηση, διασαφήνιση, αποσαφήνιση σκοτεινής ή διφορούμενης έννοιας 2. μετάφραση κειμένου 3. μεταγλώττιση από μια γλώσσα σε άλλη 4. (νομ.) η επιστημονική εργασία που γίνεται για να διαγνωστεί η αληθινή βούληση τού… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
μεθερμηνεία — μεθερμηνεία, ἡ (Α) [μεθερμηνεύω] μετάφραση, μεταγλώττιση … Dictionary of Greek
μετάφραση — (Βιολ.). Μετατροπή γενετικά κωδικοποιημένων οδηγιών, που περιέχονται στα νουκλεϊκά οξέα, σε μια σειρά αμινοξέων, με σκοπό την κατασκευή μιας πρωτεΐνης σε ένα κύτταρο· ονομάζεται, επίσης, και πρωτεϊνοσύνθεση. Η μ. χωρίζεται σε τρία στάδια: την… … Dictionary of Greek
μεταγλωττισμός — ο η μεταγλώττιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταγλωττίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1772 στον Ευγ. Βούλγαρι] … Dictionary of Greek
μεταφορά — Η πράξη του μεταφέρω. Η φράση εις μεταφοράν που χρησιμοποιείται στη λογιστική, αναφέρεται στο άθροισμα των ποσών μιας σελίδας που μεταγράφεται στην αρχή της επόμενης, με την παρατήρηση εκ μεταφοράς. Μ. εξάλλου ονομάζεται στη μουσική η αλλαγή… … Dictionary of Greek
παράφραση — η / παράφρασις, άσεως, ἡ, ΝΑ [παραφράζω] 1. η έκφραση, η διατύπωση τού ίδιου πράγματος με άλλες λέξεις νεοελλ. 1. η ελεύθερη μεταγλώττιση ενός γραπτού κειμένου κατ έννοια και όχι κατά λέξη, η ελεύθερη απόδοση 2. γλωσσ. εκτενέστερη και πιο σαφής… … Dictionary of Greek
Αγάπιος — I Όνομα λογίων και φιλοσόφων. 1. Αιρετικός, μαθητής του Μάνητα (3ος αι. μ.Χ.). Σύμφωνα με τον Φώτιο, έγραψε δύο έργα όπου εξέθετε μανιχαϊκές δοξασίες. 2. O Αλεξανδρεύς (5ος αι. μ.Χ.). Γιατρός και λόγιος από την Αλεξάνδρεια. Δίδαξε ιατρική στην… … Dictionary of Greek
Αγία Γραφή — Συλλογή βιβλίων ιερώνγια τους εβραίους και τους χριστιανούς. Είναι γνωστά και ως Άγιαι Γραφαί, Γραφαί, Γραφή, Ιερά Γράμματα και Βίβλος (το τελευταίο αυτό οφείλεται σε μεταγλώττιση των αντίστοιχων ευρωπαϊκών όρων, οι oποίοι πάλι είναι μεταφορά της … Dictionary of Greek